- δρακονθόμῑλος
- δρακονθ-όμῑλος, ξυνοικία, mit Drachen verkehrend, voll Drachen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δρακονθόμιλος — δρακονθόμιλος, ον (Α) αυτός που συναναστρέφεται με δράκοντες … Dictionary of Greek
δρακονθόμιλον — δρακονθόμιλος of dragon brood masc/fem acc sg δρακονθόμιλος of dragon brood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek